- χειρωνάκτων
- χειρω̱νάκτων , χειρῶναξmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρωνακτῶν — χειρωνάκτης masc gen pl χειρωνακτέω practise handicraft pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεργός — όν, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, φιλ εργός) … Dictionary of Greek
χειρομάχα — ἡ, ΜΑ συντεχνία τών χειρώνακτων στην Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχα, δωρ. τ. τού μάχη] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Στανόιου, Νταμιάν — (Stanoiu). Ρουμάνος πεζογράφος (Ντομπροστίνετ 1893 1956). Γιος χειρωνακτών αγροτών κατόρθωσε να βγάλει μόνο το δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια, για μια εικοσαετία χρίστηκε καλόγερος σε μοναστήρι. Αφού αποχώρησε από το μοναστήρι αφιερώθηκε στη… … Dictionary of Greek
στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον … Dictionary of Greek